ζυγομαχία

ζυγομαχία
ζυγομαχία, ἡ (Α) [ζυγομαχώ]
1. έριδα, φιλονικία, μάχη
2. εσωτερική πάλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζυγομαχίας — ζυγομαχίᾱς , ζυγομαχία quarrelling fem acc pl ζυγομαχίᾱς , ζυγομαχία quarrelling fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγομαχίαν — ζυγομαχίᾱν , ζυγομαχία quarrelling fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • ԼԾԱԿՌՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0889 Chronological Sequence: 5c գ. ζυγομαχία contentio, rixa cum familiaribus. Լծակռիւն լինել. Հակառակութիւն ընդ մերձաւորս. Վէգ. կագ. կռիւ. ... *Ասեմ զլծակռուութիւն (կամ զլծակռութիւն) եղբայրական, որով եւ՛ աստուած անպատուի, եւ՛ մարդն. Առ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”